- θροῦς
- θρόοςnoisemasc acc pl (attic)θρόοςnoisemasc nom sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ … Dictionary of Greek
ηδύθρους — ἡδύθρους, ουν και οος, οον δωρ. τ. ἁδύθρους, ουν και οος, οον, (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλό θρους, δημό θρους, μιξό θρους] … Dictionary of Greek
ιερόθρους — ἱερόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που προέρχεται από ιερό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θρους (< θρους), πρβλ. ηδύ θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
ισόθρους — ἰσόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + θρους (< θροῡς), πρβλ. ηδύ θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
κακόθρους — κακόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικός («κακόθρους λόγος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ θρους, πολύ θρους] … Dictionary of Greek
οιωνόθρους — οἰωνόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κραυγή τών πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + θρους (< θροῡς), πρβλ. ιερό θρους, κακό θρους] … Dictionary of Greek
λιγύθρους — λιγύθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + θροος, θρους (< θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. ηδύ θρους] … Dictionary of Greek
μεγαλόθρους — μεγαλόθρους, ουν (Α) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + θρόος (αττ. τ. θροῦς < θρέομαι), πρβλ. αλλό θρους, οιωνό θρους] … Dictionary of Greek
πάνθρους — ουν, και οος, οον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που τά λέει όλα με πολλή τόλμη («πανθρ(ό)ῳ δήμῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θρους (< θροῦς «θόρυβος, κραυγή»), πρβλ. κακό θρους] … Dictionary of Greek
πρωτόθρους — ουν, και πρωτόθροος, οον, Μ αυτός που μίλησε για κάτι πρώτος, προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + θροος / θρους (< θροῦς < θρέομαι «κραυγάζω, βγάζω φωνή»), πρβλ. πολύ θρους] … Dictionary of Greek